αναδείχνω

αναδείχνω
ανάδειξα, αναδείχτηκα, αναδειγμένος.
1. κάτι αφανές το κάνω σπουδαίο: Ο αδελφός του τον ανάδειξε.
2. εκλέγω, διορίζω: Οι τελευταίες εκλογές τον ανάδειξαν δήμαρχο.
3. το μέσ., αναδείχνομαι διακρίνομαι, προοδεύω: Αναδείχτηκε με τη δουλειά του και μόνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αναδείχνω — αναδείχνω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 29 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αναδείχνω — βλ. αναδεικνύω …   Dictionary of Greek

  • αναδεικνύω — αναδεικνύω, ανέδειξα και ανάδειξα βλ. πίν. 87 και πρβλ. αναδείχνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανυψώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. σηκώνω κάτι ψηλά: Σε λίγο το αεροπλάνο είχε ανυψωθεί. 2. κάνω κάτι να πάρει ύψος, να γίνει ψηλό: Από τη μεριά αυτή ο τοίχος πρέπει να ανυψωθεί. 3. εξυψώνω, αναδείχνω: Η επιτυχία του εκείνη τον ανύψωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”