- αναδείχνω
- ανάδειξα, αναδείχτηκα, αναδειγμένος.1. κάτι αφανές το κάνω σπουδαίο: Ο αδελφός του τον ανάδειξε.2. εκλέγω, διορίζω: Οι τελευταίες εκλογές τον ανάδειξαν δήμαρχο.3. το μέσ., αναδείχνομαι διακρίνομαι, προοδεύω: Αναδείχτηκε με τη δουλειά του και μόνο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.